1952
Ο Οδηγός του κτελ με κατεύθυνση από Θεσσαλονίκη προς Αθήνα οδηγούσε μεθυσμένος
Το λεωφορείο μόλις είχε βγει απ την Λάρισα και με νότια κατεύθυνση διέσχιζε την πεδιάδα καθώς σιγά - σιγά ο ήλιος έδυε
Ο Οδυσσέας προσπαθούσε να κερδίσει λίγο ύπνο όμως ο μεθυσμένος οδηγός και οι λακκούβες καθώς και η ακατάσχετη φλυαρία της κυρίας στα μπροστά καθίσματα που μιλούσε συνεχώς στον σύζυγο της και στους δίπλα επιβάτες δεν τον αφήνανε
Βλαστήμησε μέσα του την ώρα και την στιγμή που δεν πήρε το τραίνο για να κατέβει στην Αθήνα όμως κάτι τέτοιο ήταν απαγορευτικό για Οδυσσέα Σοχουμίδη
Τύχανε όλα μαζί .
Η μικρότερη αδελφή του η Πελαγία μάλωσε με την μάνα τους.
Δεν άντεχε άλλο την φτώχεια στο γκέτο της Καλαμαριάς
Της φούσκωσε και τα μυαλά ένας Αθηναίος φίλος του γιού του αφεντικού στην υφαντουργία που δούλευε.
Βγήκαν δυο τρεις φορές μαζί
Την πήγε στο απλησίαστο για την τσέπη των φτωχών προσφύγων παραθαλάσσιο κέντρο το "Λουξεμβούργο" και η κοπέλα καταγοητεύτηκε βλέποντας πως υπάρχει και άλλη ζωή, πιο όμορφη και εύκολη απ αυτήν του γκέττο
Της φούσκωσε και το μυαλό με υποσχέσεις αρκεί να πειθόταν να κατέβει στην Αθήνα.
Θα την βοηθούσε να γίνει ηθοποιός...η γνωστή ιστορία
"Η Πελαγία μας έφυγε...την παρέσυρε..." ήταν τα λόγια της μάνας του όταν γυρνούσε ένα βράδυ σπίτι κουρασμένος απ την δουλειά και την συνέλευση του μυστικού κομουνιστικού πυρήνα που διατηρούσαν στην γειτονιά
Την ίδια στιγμή πήρε απόφαση να μαζέψει λεφτά , να δανειστεί, να ζητήσει προκαταβολή μισθού απ τον κυρ-Στέλιο το αφεντικό του που είχε το παγοπωλείο και να κατέβει το γρηγορότερο δυνατόν στην πρωτεύουσα να την μαζέψει
Ο χαφιές της γειτονιάς όμως είχε άλλα σχέδια για αυτόν
"Τύγχανε όλα μαζί" , σκεφτόταν μέσα στο λεωφορείο καθώς το παιρνε απόφαση πως δεν θα κατάφερνε να κοιμηθεί
Ο πυρήνας τους στην γειτονιά είχε εδώ και μέρες γίνει αντιληπτός απ τον Μπάμπη τον χαφιέ της γειτονιάς
Την μέρα που αποφάσισε να κατέβει στην γειτονιά είχαν ξεκινήσει οι συλλήψεις των μελών του πυρήνα
Ο ίδιος κατάφερε τελευταία στιγμή να ξεφύγει.
Απομακρύνθηκε απ την Καλαμαριά
Βγήκε στο ύπαιθρο , στην περιοχή της Καψίδας και κοιμόταν για δυο μέρες στις ερημιές
Αρχικά επιχείρησε να κατέβει στην πόλη και να προσεγγίσει τον σιδηροδρομικό σταθμό όμως ήταν αδύνατον. Εκεί βρισκόταν όλων των ειδών οι μπάτσοι
Αστυνόμοι, χωροφύλακες, ασφαλίτες , χαφιέδες και τον περιμέναν
Ξαναβγήκε στις ερημιές και περίμενε άλλες δυο μέρες
Μετά αποφάσισε να κατέβει ξανά στην πόλη και να ταξιδέψει με κτελ που ήταν πιο ακριβό και υπέθεσε πως οι διώκτες του θα υπέθεταν πως για αυτό τον λόγο θα ταν απρόσιτο για τον ίδιο
Τις σκέψεις αυτές τις διέκοψε ξανά ένα τράνταγμα καθώς το λεωφορείο βουτούσε ξανά σε μια λακούβα της εθνικής οδού.
Ο μεθυσμένος οδηγός έχανε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και το μεγάλο όχημα βγήκε απ τον δρόμο και βούτηξε σε έναν γκρεμό...όλα έγιναν τόσο γρήγορα...
Μερικά δευτερόλεπτα μετά την πτώση του λεωφορείου ο Οδυσσέας ξανάβρισκε τις αισθήσεις του
Κοίταξε τριγύρω του και διαπίστωσε πως το λεωφορείο ήταν αναποδογυρισμένο
-Τι; τι έγινε; φώναξε αυθόρμητα και κοίταξε τριγύρω
Ένα κύμα φόβου διαπότισε το κορμί του βλέποντας τα νεκρά πρόσωπα όλων των επιβατών
Ένιωσε να τον κοιτάνε ανέκφραστα και απειλητικά
Κούνησε το κεφάλι του γρήγορα να διώξει αυτές τις σκέψεις
Δεν φοβόταν το αίμα και τον ΄θάνατο μιας και τον τελευταίο χρόνο του εμφυλίου ο πατέρας του τον ανέβασε στο βουνό. Εκεί είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός στον πόλεμο και άλιστα βιώνοντας δύσκολες καταστάσεις και την ήττα
Όμως εδώ ένιωθε σαν διαίσθηση πως δεν ήταν το ίδιο, πως κάτι άλλο συνέβαινε , κάτι πιο βαθύ από την αφαίρεση της ζωής σε ένα ατύχημα
Φευγαλέα όπως ήταν πεσμένος στο ταβάνι του αναποδογυρισμένου ταβανιού του κτελ ένιωσε σαν να είδε μια γυναίκα με μακρύ φουστάνι να περνάει μέσα απ τα σίδερα, να διασχίσει κάθετα το λεωφορείο και από πίσω τις να γεννιούνται απ το πουθενά φλόγες που τυλίγαν τώρα το εσωτερικό
Μπορεί η γυναίκα να ήταν αποκύημα της φαντασίας του απ το χτύπημα όμως οι φλόγες που ξεπήδησαν ήταν αληθινές
Τις είδε να φουντώνουν καίγοντας τα πάνινα καθίσματα και να πλησιάζουν προς το μέρος τους.
Ένιωσε την θερμότητα που παρήγαγε η φωτιά και αυτό δεν μπορούσε να είναι γέννημα της φαντασίας του
Κοίταξε αριστερά και δεξιά
Έπρεπε να βρει τρόπο να βγει απ το λεωφορείο
Αν πέθαινε εκεί η αδερφή του ήταν καταδικασμένη
Οι φλόγες πλησιάζαν αργά μεν αλλά απειλητικά
Η θερμότητα και οι καπνοί τον κάνανε να αναπνέει με δυσκολία
Με δυσκολία και με πόνο κατάφερε να γυρίσει το σώμα του ψάχνοντας να βρει κάποιο τζάμι
Όταν είδε τον μεγάλο ανεμοθώρακα στο πίσω μέρος του λεωφορείου σύρθηκε προς τα εκεί
Επιχείρησε με τα πόδια του να τον σπάσει όμως ένιωθε πολύ αδύναμος
Έστρεψε το κεφάλι του προς το μπροστινό μέρος του αναποδογυρισμένου λεωφορείου. Είδε τις φλόγες να πλησιάζουν και άλλο . Ξαναέστρεψε το βλέμμα του μπροστά και επιχείρησε να σπάσει το μεγάλο τζάμι όμως δεν κατάφερε τίποτα
Στο μυαλό του φευγαλέα έφερε τον Δήμο απ τον πυρήνα της γειτονιάς
Πριν ένα μήνα τον περίμενε κάτω στην ακρογιαλιά της Αρετσού
Ο Δήμος δούλευε σαν ψαράς σε ένα καΐκι ενός μικρασιάτη που χε "¨πιαστεί" καλά
Ο Οδυσσέας καθόταν σε έναν βράχο δίπλα στο κύμα και κοιτώντας το κύμα να σκάει βυθιζόταν στις σκέψεις του
Πως θα κατέβαινε στην Αθήνα; Τι θα συναντούσε εκεί; Τι άκρες και δύναμη είχε αυτός που παρέσυρε την αδερφή του;
-Φιλοπήμην Παπαδόπουλος, του πε ο Δήμος, έτσι τον λένε αυτόν που παρέσυρε την Πελαγία
-Δικός μας;
-Πόντιος; ρώτησε ο Δήμος και γέλασε, όχι . Ντόπιος γιος εργοστασιάρχη. Νομίζω καπνεργοστάσιο έχει ο πατέρας του ή καπναποθήκη , κάτι τέτοιο. Δεν μπόρεσα να μάθω και πολλά
Πάντως να ξέρεις πως έχει καλές άκρες με το παλάτι άρα και με τις αρχές
Ο Οδυσσέας άκουγε σκυφτός κοιτώντας το κύμα και κουνώντας το κεφάλι
-Θα ταν προτιμότερο να αποφύγεις να συγκρουστείς μαζί του Οδυσσέα. Η καλύτερη λύση είναι να κατέβεις, να αρπάξεις την Πελαγία και εξαφανιστείτε
Ο Οδυσσέας σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε
-Αν χρειαστεί να συγκρουστώ όμως;
Ο Δήμος πήρε μια ανάσα και έφερε το χέρι του στην τσέπη απ το σακάκι του
-Τότε θα πρέπει να κάνεις κάτι που θα σε αναγκάσει να εξαφανιστείς απ την χώρα ή...να πας γραμμή για το εκτελεστικό απόσπασμα, είπε και έβγαλε ένα πιστόλι
Ο Οδυσσέας το κοίταξε
Άπλωσε το χέρι και το πήρε
-Αυτός ο μπάσταρδος φούσκωσε τα μυαλά της Πελαγίας.
Το κορίτσι πέρασε πολλά όλα αυτά τα χρόνια είναι λογικό που παρασύρθηκε
-Το ξέρω σύντροφε. Πατέρα στην ουσία δεν γνώρισε. 4-5 ετών ήταν όταν βγήκε στο βουνό και 9-10 όταν της τον φέρανε στο σπίτι σκοτωμένο;
Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι ξανά και συμπλήρωσε
-Μετά ο αδερφός της φυλακή για 3 χρόνια, κατά τύχη πήρα χάρη και με ξαναείδε στα 13 της
Τρτία χρόνια μόνο την έζησα
Τρία δύσκολα χρόνια με πολλες στερήσεις και πείνα
Το σπιτικό μας χαρά δεν έιδε ακόμη Δήμο
-Το ξέρω σύντροφε, του είπε και άπλωσε το χέρι του στον ώμο του, αν όμως χρησιμοποιήσεις αυτό το μαραφέτι κατά του μορφονιού που την έκλεψε τότε θα πρέπει να φύγεις για πάντα απ την χώρα. Είσαι έτοιμος;
-Τα πάντα για να σωθεί η Πελαγία
Ο Δήμος γύρισε και κοίταξε στην θάλασσα μονολογώντας
-Τα πάντα για να σωθεί η Πελαγία...
-Δήμο συγνώμη...
-Μην ζητάς συγνώμη Οδυσσέα, αυτά συμβαίνουν
-Σε ντρέπομαι σύντροφε
-Φύγε Οδυσσέα, πάνε βρες την και φέρτην πίσω
-Κάνατε οι δυο σας τόσα όνειρα...
-Σου είπα σύντροφε, στην ζωή αυτά τα πράγματα συμβαίνουν
Αγάπησα και προδόθηκα. Σε άλλους συμβαίνει και άλλοι είναι τυχεροί
Αυτό ήταν να γίνει και έγινε
Ο Οδυσσέας σηκώθηκε να φύγει
Έφερε το χέρι του στον ώμο του Δήμου που τώρα αυτός αγνάντευε την θάλασσα
-Θα τα πούμε το βράδυ στην συνέλευση...Οδυσσέα...το βράδυ
Τώρα μέσα στο λεωφορείο με τις φλόγες να πλησιάζουν απειλητικά θυμήθηκε πως στην τσέπη απ το σακάκι του είχε το πιστόλι που του έδωσε ο Δήμος
Έφερε το χέρι του μέσα της, το έβγαλε. Σημάδεψε το τζάμι
Πριν ρίξει ξαναείδε την γυναίκα που νόμισε πως αντίκρισε και πριν να διαπερνάει μέσα απ τα σίδερα του λεωφορείου και να σπέρνει την φωτιά
Τον κοιτούσε υποτιμητικά και σαν να την άκουσε να λέει
-Παραδώσου. Δεν θα καταφέρεις να την σώσεις. Αν σπάσεις αυτό το τζάμι σε περιμένει η ίδια η κόλαση
Ο Οδυσσέας τρόμαξε
Έπιασε το πιστόλι με τα δυο του χέρια και σημάδευσε το τζάμι ακριβώς στο σημείο που από πίσω του ήταν το κεφάλι της γυναίκας
Πάτησε την σκανδάλη δυο φορές
Το τζάμι έσπασε όμως οι σφαίρες διαπέρασαν το σώμα της μυστηριώδους γυναίκας η οποία έσκασε στα γέλια και εξαφανίστηκε
Με όση δύναμη είχε σύρθηκε προς το σπασμένο τζάμι και πήδηξε έξω απ το λεωφορείο
Μετά σύρθηκε μέσα στα χώματα όσο πιο μακριά μπορούσε
Συγκεντρώνοντας όλες του τις δυνάμεις σηκώθηκε και προσπάθησέ να τρέξει μακριά
Προς στιγμήν τα κατάφερε πριν μια μεγάλη έκρηξη πίσω του τον τινάξει στον αέρα πριν σκάσει με δύναμη στο χώμα ξανά
Γύρισε και είδε το λεωφορείο να χει γίνει σμπαράλια και να φλέγεται ολοσχερώς
Μπροστά του αντίκρισε ξανά την ίδια γυναίκα να χει γυρισμένη την πλάτη της προς αυτόν και να βαδίζει μέσα στις φυλλωσιές
Σηκώθηκε να την ακολουθήσει όμως γρήγορα άκουσε τους ήχους και είδε τα μπλε φώτα περιπολικών της αστυνομίας να καταφτάνουν στο σημείο απ το σημείο απ το οποίο έφυγε γυναίκα αυτή
Κοντοστάθηκε
Σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα
Τα περιπολικά κατέφταναν απ την μεριά της Λάρισας
Αποφάσισε να κινηθεί προς τα νότια στην αντίθετη κατεύθυνση όμως και από εκεί είδε και άκουσε να καταφθάνουν και άλλα περιπολικά
Η μόνη διέξοδος που του απέμεινε ήταν να κινηθεί προς τα δυτικά μέσα στην πεδιάδα και τις φυλλωσιές
Ξεκίνησε να περπατάει με όση δύναμη είχε
Δεν θα μπορούσε ούτε ως θύμα ατυχήματος να έρθει σε επαφές με τις αρχές που τον αναζητούσαν ως φυγά κομουνιστή
Βάδιζε μέσα στα μπαμπακοχώραφα με τον ήλιο μπροστά του να δύει και να χάνεται πίσω από τα ψηλά βουνά στο τέλος της πεδιάδας
Στον δρόμο του αντίκρισε έναν πιτσιρικά τσομπάνη που επέστρεφε για το βράδυ με το κοπάδι του στην στάνη
-Πατριώτη είσαι καλά; τον ρώτησε ο πιτσιρικάς
-Γεια σου και σε σένα αδερφε, του ανταπάντησε
-Για που κίνησες;
-Για άλλου κίνησα και αλλού βρέθηκα , μάλλον χάθηκα. Από δω μεριά που πάω έχει στάση λεωφορείου;
-Μόνο ερημιές
-Και που βγάζουν αυτές οι ερημιές;
-Στην κόλαση, του απάντησε ο πιτσιρικάς τσομπάνης, καλύτερα να αλλάξεις κατεύθυνση και να τραβήξεις πίσω
Ο Οδυσσέας χαμογέλασε
Γι αυτόν η κόλαση ήταν ακριβώς πίσω του , λεγόταν αστυνομία και τον περίμενε
-Ούτε βήμα πίσω, απάντησε αυθόρμητα δανειζόμενος μια φράση -διαταγή του Στάλιν όταν οι Ναζί πολιορκούσαν την πόλη που έφερε το όνομα του στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο- που του είχε μάθει ένας καπετάνιος στο βουνό
Ο πιτσιρικάς σάστισε
-Ξένε πριν από σένα και άλλοι αγνόησαν τις συμβουλές των ντόπιων εδώ περα και τράβηξαν κατά κει. Το μονοπάτι αυτό οδηγεί απ την Λάρισα στα Τρίκαλα όμως στην μέση του ακριβώς είναι η κόλαση. Άκουσε με και γύρνα πίσω. Είναι προτιμότερο να κάνεις τον κύκλο
-Τα Τρίκαλα; αναθάρρησέ ο Οδυσσέας σκεπτόμενος πως αν έφτανε στην πόλη των Τρικαίων θα μπορούσε να χαθεί για λίγες μέρες εκεί μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα και μετά να κατέβει στην Αθήνα
Κοίταξε τον πιτσιρικά και του φώναξε κουνώντας το χέρι του
-Καλή ξεκούραση αδερφέ
Μετά κίνησε ακριβώς προς την κατεύθυνση που του πε πως βρισκόταν η κόλαση
Το σκοτάδι ΄πεσε και πρέπει να χε βαδίσει γύρω στα 5 χιλιόμετρα όταν είδε ένα στενό μονοπάτι να βγάζει σε ένα ξέφωτο όπου στο κέντρο αυτού βρισκόταν ένα κτίσμα που έμοιαζε σαν πανδοχείο
Τα φώτα του τον τράβηξαν προς τα εκεί
Απ το εσωτερικό του έβγαινε μια μουσική που δεν είχε ξανακούσει ποτέ
Προσέγγισε την είσοδο και αντίκρισε έναν Θεσσαλό με θλιμμένο βλέμμα και χαρακτηριστική ένρινη φωνή
-Καλησπέρα ξένε, του είπε ο Θεσσαλός
-Χρειάζομαι ξεκούραση, του απάντησε μονολεκτικά ο Οδυσσέας
Ο Θεσσαλός με το θλιμμένο ύφος τον κοίταξε με κατανόηση πριν του ψιθυρίσει
-Καλύτερα να τραβήξεις πίσω από κει που ήρθες ξένε
-Τεμέτερον η γενέας ασόν 22 όπου έθεν σ αούτα τα μέρεαν τιδέν άλλον κι φτάει άμα να ακούει ξανάν και ξανάν να κλώτσκουμάς οπίς απ όπου έρθαμεν, του πε στα ποντιακά κουρασμένος όπως ήταν να βρει τις σωβστές ελληνικες λέξεις
"η δικιά μου η γενιά , απ το 1922 που ήρθε σε αυτή την χώρα δεν κάνει τίποτα άλλο απ το να ακούει ξανά και ξανά πως πρέπει να γυρίσει πίσω από όπου ήρθε"
Ο Θεσσαλός με θλιμμένο ύφος και την ένρινη φωνή έμοιαζε να καταλαβαίνει ακριβώς τι του είπε , πράγμα που ήταν αδύνατον υπό κανονικές συνθήκες ένας ντόπιος που προφανώς ποτέ του δεν εγκατέλειψε τα μέρη του να γνωρίζει την ποντιακή γλώσσα
Τώρα το βλέμμα του γινόταν ακόμη πιο λυπημένο καθώς του άνοιγε διάπλατα την πόρτα
-Από έρχεσαι φίλε; τον ρώτησε ο Οδυσσέας
-Από πολύ παλιά, του απάντησε ο θλιμμένος Θεσσαλός
-Το παλιά δεν είναι πατρίδα
-Τα παιδικά μας χρόνια είναι η μόνη μας πατρίδα , απάντησε ο Θεσσαλός
-Έχει όνομα αυτή η πατρίδα;
-Για τον καθένα είναι διαφορετικό
-Για σένα ; Ποιο είναι το όνομα της;
-Κιλελέρ, απάντησε ο θλιμμένος Θεσσαλός και καθώς περνούσε μέσα στο μαγαζί ο Οδυσσέας με την άκρη του ματιού του είδε να προβάλλει απ τα δυο πρώτα ξεκούμπωτα κουμπιά του πουκαμίσου του μια μεγάλη λαβωματιά από σφαίρα
Κοντοστάθηκε και τον κοίταξε
ήταν αδύνατο με τέτοιο λάβωμα κάποιος να ήταν ζωντανός
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα
Μυστήριες μυρωδιές, αρώματα και μια παράξενα άγρια μουσική πλημύριζαν τον χώρο
Μέσα στον χώρο αντίκρισε τους θαμώνες τους
Λογιών , λογιών ανθρώποι
Άγριοι, κακοί , πονηροί, ύπουλοι είχαν πιάσει όλες τις γωνιές του μυστήριου αυτού πανδοχείου που δεν έμοιαζε με πανδοχείο
Ημίγυμνες κοπέλες τριγυρνούσαν με δίσκους με ποτά πάνω κάτω ενώ στο βάθος υπήρχε μια σκηνή απ την οποία έβγαιναν φλόγες και καπνοί καθώς μια κοπέλα που έμοιαζε σαν αμαζόνα και φορούσε σχεδόν τίποτα χόρευε πάνω στον πεσιμιστικά λυπημένο άγριο ρυθμό της μουσικής που ακουγόταν
Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της
Ήταν σαν να έβλεπε μπροστά του αυτό που φανταζόταν από μικρός τα βράδια πως; θα ήταν η γυναίκα της ζωής του
Η γυναίκα που θα ήταν συμπλήρωμα του "εγώ" του και συνάμα την ίδια στιγμή θα ήταν το ίδιο και αυτός για την ίδια
Χωρίς να ρωτήσει
Μόνο στέκονταν ακίνητος και κοιτώντας την ένιωσε να γνωρίζει το όνομα της
"Σαμπρίνα"
Ένας άλλος θεόρατος με μακρύ μουστάκι αγριωπός Θεσσαλός που έμοιαζε με τους νταβατζήδες του Βαρδάρη ή τους ταγματασφαλήτες του μπλόκου της Καλαμαριάς το οποίο αποτυπώθηκε καλά κάποιον Αύγουστο στα παιδικά του τότε ματάκια του κρύψε την θέα και απλά του ανήγγειλε
-Καλώς ήλθες στην κόλαση
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου